Βιωματικό εργαστήριο “Mapping visitor’s journey”
Το βιωματικό εργαστήριο “Mapping visitor journey” πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 9/6/2017 στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για να δοκιμαστεί η μεθοδολογία του Youthnest, πάνω σε ένα νέο εργαλείο του τομέα Ανάπτυξης Κοινού (Audience Development). Στόχος ήταν να χαρτογραφήσουμε την εμπειρία των επισκεπτών από διαφορετικές ομάδες κοινού, όπως τη βιώνουν κατά την επίσκεψη τους στο μουσείο, τι κίνητρα έχουν και ποιοι είναι οι ανασταλτικοί παράγοντες για τις ομάδες κοινού που δεν επισκέπτονται το μουσείο, με τελικό συμπέρασμα την βελτιστοποίηση της εμπειρίας του επισκέπτη και των υπηρεσιών που παρέχει ο φορέας.
To παρακάτω άρθρο γράφτηκε από την Μαρκέλλα Ιωαννίδου, φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και υπεύθυνη στο Blog του TEDxUniversityofMacedonia, η οποία συμμετείχε στο βιωματικό εργαστήριο. Την ευχαριστούμε πολύ για την ματιά της και την καταγραφή της εμπειρίας της.
Τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο. Το θεωρητικό κομμάτι της γνώσης αποζητούσε απεγνωσμένα να συμπληρωθεί με κάτι βιωματικό. Κάτι εμπειρικό που όχι μόνο θα με έφερνε σε επαφή με το αντικείμενο που θα ήθελα ίσως να ασχοληθώ μετέπειτα αλλά και να προσφέρει κάτι χρήσιμο στους γύρω μου.
Η δράση του Youthnest με τίτλο “Mapping visitor journey” στο Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μου κέντρισε απευθείας το ενδιαφέρον. Έτσι, το προγραμματισμένο εκείνο καλοκαιρινό απόγευμα βρήκα τον εαυτό μου να περιτριγυρίζεται από παλιές εικόνες και αφίσες ελληνικού κινηματογράφου. Μελίνα Μερκούρη και Τζένη Καρέζη μπροστά μου, Ντίνος Ηλιόπουλος και Θανάσης Βέγγος στα αριστερά μου. Πίσω μου και δεξιά πολλοί ακόμη που θα ήθελα να ελπίζω, πως λόγω ηλικίας δεν γνωρίζω.
Στο χώρο του μουσείου με υποδέχτηκαν οι συντονίστριες του εργαστηρίου, Αγγελική και Χριστίνα, καθώς και μία από τις υπεύθυνες του μουσείου. Οι εκφράσεις του προσώπου μου έδειχναν το άγχος που με διακατείχε αφού κάποια βασικά ερωτήματα είχαν αρχίσει ξαφνικά να με απασχολούν. Μήπως δεν έπρεπε να έρθω; Σε τι μπορεί μια φοιτήτρια βαλκανιολογίας να φανεί χρήσιμη εδώ; Αφού δεν έχω τις γνώσεις. Που να ξέρω πως οργανώνεται ένα μουσείο; Και μάλιστα κινηματογράφου.
Το άγχος μου όμως, μετατράπηκε γρήγορα σε έναν παιδικό ενθουσιασμό, όταν γνώρισα και την υπόλοιπη ομάδα. Νέοι από διαφορετικά γνωστικά ενδιαφέροντα συγκεντρώθηκαν εκεί με τον ίδιο όμως σκοπό. Να επανασχεδιάσουμε μια εμπειρία στο μουσείο. Έτσι, οι εξειδικευμένες γνώσεις φάνηκε από την αρχή πως δεν ήταν απαραίτητες για αυτό που έμελλε να ακολουθήσει.
Η εμπειρία!
Οι συντονίστριες μας καλωσόρισαν και ακολουθήσαμε όλοι μαζί μια σύντομη διαδρομή-ξενάγηση εντός του μουσείου και των εκθεμάτων του. Στη συνέχεια μας εξήγησαν τι χρειαζόταν να κάνουμε.
Το εργαστήριο βασιζόταν στη χαρτογράφηση της εμπειρίας ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα-επισκέπτη στο μουσείο, από την στιγμή που ενημερωνόταν για το χώρο επίσκεψης μέχρι και μετά την αποχώρηση του από αυτό.
Χωριστήκαμε λοιπόν σε υπο-ομάδες, οπού κάθε ομάδα προσπαθούσε να μπει στη θέση ενός υποτιθέμενου επισκέπτη, ενός διαφορετικού δηλαδή κάθε φορά target group για το μουσείο.
Ποιος είναι ο νέος μου εαυτός μου; Ή καλύτερα ο νέος εαυτός της ομάδας μου;
Κάποιος ξένος τουρίστας; Κάποιος έφηβος; Ή κάποιος φοιτητής που απλά ήθελε να “τσεκάρει τι παίζει” ;
Ποια ήταν τα κίνητρα που τον έφεραν εδώ; Και ποια τα προσωπικά χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα του;
Έτσι λοιπόν, λειτούργησε από ‘κει και πέρα κάθε ομάδα, με βάση το δικό της φανταστικό αλλά τεκμηριωμένο σε πραγματικά στοιχεία χαρακτήρα (persona).
Η ομάδα μου δημιούργησε τη persona ενός Ισπανού τουρίστα. Ή για την ακρίβεια αποτύπωσε τα χαρακτηριστικά ενός Ισπανού τουρίστα που τύγχανε όντως να επισκεφθεί το μουσείο εκείνη τη μέρα και θέλησε να μοιραστεί τις ενδόμυχες σκέψεις του μαζί μας.
Στη συνέχεια κάθε ομάδα έκανε ξανά τη διαδρομή του μουσείου. Αυτή τη φορά για να “μπει” το ρόλο και να καταγράψει την εμπειρία του πιθανού επισκέπτη.
Έπειτα, κάθε ομάδα καταγέγραψε τα δεδομένα της περιήγησης σ’ένα εξαιρετικά σύγχρονο, επιχειρηματικό καμβά και αυτό ήταν κάτι απροσδόκητα, για εμένα, ενδιαφέρον.
Αυτό, γιατί ένα άγνωστο σε πολλούς μουσείο δείχνει να προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες. Στις ανθρωποκεντρικές και στις βιώσιμες. Όχι με στόχο το πρόσκαιρο κέρδος, αλλά με στόχο τη σταδιακή οικοδόμηση μιας εμπειρίας για το μελλοντικό κοινό της.
Το ταξίδι-εμπειρία του επισκέπτη, ή μιλώντας με business ορολογία, το customer journey χωρίστηκε σε 8 σημεία αναφοράς που έπρεπε να απαντηθούν.
Πως ενημερώθηκα εγώ σαν Ισπανός τουρίστας για την ύπαρξη αυτού του μουσείου και εν τέλη αποφάσισα να το επισκεφθώ;
Ποιες ήταν οι προσδοκίες μου; Ποιος και πώς με υποδέχτηκε; Η διαμόρφωση του χώρου; Οι άνθρωποι; Το οπτικοακουστικό υλικό ήταν μήπως βαρετό; Όπως συμβαίνει σε άλλα, πολλά μουσεία; Τι συναισθήματαμου δημιούργησαν όλα αυτά και τι θα μου έχει μείνει όταν θα φύγω; Θα θελήσω να ξαναεπισκεφτώ άραγετο μουσείο;
Μέτα από μια ομαδική συζήτηση και ταξινόμηση των δεδομένων σχηματίσαμε το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση. Σχηματίσαμε προτάσεις-λύσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν στην υπεύθυνη του μουσείου όπου με πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον, άκουσε αυτά που είχαμε να πούμε.
Δεν θα μείνω όμως άλλο στη περιγραφή της εργαστηριακής μεθόδου. Η εμπειρία του να επανασχεδιάσω ένα μέρος της πόλης μου ήταν στο σύνολο τόσο δυνατή που με παρακίνησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου άρθρου για τους εξής λόγους.
Η υπο-ομάδα αλλά και ολόκληρη η ομάδα λειτούργησε επιτυχώς. Η δική μου ιδέα ταίριαξε σαν παζλ με τις ιδέες του Γιώργου και του Νάσου και το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλύτερο από ότι, αν είχα λειτουργήσει μόνη.
Ταυτόχρονα, το να προσπαθείς να μπεις στη θέση ενός άλλου είναι εξίσου κοινωνικά και προσωπικά ανεκτίμητο. Αγγίζεις οπτικές εξαιρετικά διαφορετικές από τις δικές σου, γνωρίζοντας ακόμη καλύτερα τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ομολογώ τέλος, ότι αυτή η εμπειρία με έκανε να αντικρίσω με άλλο μάτι το κόσμο γύρω μου και συγκεκριμένα την ίδια μου τη πόλη. Το μουσείο είναι τελικά ένας ζωντανός οργανισμός και η γνωριμία μου μαζί του ήταν μοιραία.